Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε 26 Οκτωβρίου 1897 στη Σινώπη της Μαύρης Θάλασσας και ήταν γιος του Ελευθέριου και της Αικατερίνης Βαπόρτζη. Θείος του ήταν ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κύριλλος Μουμτζής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην πατρίδα του, γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και αποφοίτησε μετά από ένα χρόνο διακοπής λόγω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1919 με τη διατριβή του "Η εκλογή των Πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης κατά τη βυζαντινή εποχή". Χειροτονήθηκε διάκονος στις 16 Μαΐου 1918 και πρεσβύτερος την Πρωτοχρονιά του 1928, λαμβάνοντας ταυτόχρονα τον τίτλο του αρχιμανδρίτη.

Αρχιερέας
Εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας στις 8 Φεβρουαρίου 1930 και Μητροπολίτης Χαλκηδόνος στις 28 Ιουνίου 1932.

Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Φωτίου Β' το 1935, ο Μάξιμος ήταν ο προτιμώμενος διάδοχος, αλλά μετά την παρέμβαση των τουρκικών αρχών, ο όνομα αφαιρέθηκε από τον κατάλογο των υποψηφίων. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη δύο φορές από τις τουρκικές αρχές και τη δεύτερη φορά (20 Ιανουαρίου 1943) απελάθηκε στην Πρωσία για αρκετούς μήνες.

Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Πατριάρχη Βενιαμίν, ο Μάξιμος τον αναπλήρωνε σε πολλά διοικητικά καθήκοντα και ήταν μόνιμο μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου.

Πατριάρχης
Τον Φεβρουάριο του 1946, πέθανε Πατριάρχης Βενιαμίν. Την επομένη της κηδείας του, στις 20 Φεβρουαρίου, ο Μαξιμίνος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης από την Πατριαρχική Σύνοδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική κυβέρνηση διατήρησε ουδέτερη στάση, χωρίς να δημιουργήσει εμπόδια στην εκλογή του, όπως είχε τοποθεσία την προηγούμενη φορά. Επιπλέον, φάνηκε ότι το κλίμα μεταξύ των τουρκικών αρχών και του Πατριαρχείου είχε αλλάξει. Δείκτης της βελτίωσης της κατάστασης εκείνη την εποχή ήταν η επίσκεψη του τότε Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, Ισμέτ Ινονού, στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου έγινε θερμά δεκτός από τον τότε Διευθυντή, Μητροπολίτη Νεοκαισάρειας Χρυσόστομο, και τους φοιτητές.

Από τους πρώτους κιόλας μήνες της πατριαρχίας του, ο Μάξιμος είχε ήδη τραβήξει μια πυρκαγιά του τουρκικού Τύπου λόγω των επαφών του με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, οι οποίες ερμηνεύτηκαν ως έμμεση υποστήριξη προς τη Σοβιετική Ένωση. Αμερικανοί και Βρετανοί διπλωμάτες φαίνεται ότι είχαν παρόμοιες υποψίες. Φαίνεται ότι δεν είχε κατανοήσει πλήρως την αλλαγή στις σχέσεις μετά τον πόλεμο και οι απερίσκεπτες δηλώσεις του άφηναν περιθώρια ερμηνείας ως φιλορωσικές.

Ασθένεια
Προς το τέλος του 1946, ο Πατριάρχης άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα ήπιας μελαγχολίας. Μετά από λίγο καιρό, ο Πατριάρχης εξέφρασε την πρόθεσή του να παραιτηθεί, ενώ από τουρκικούς κύκλους διέρρεαν πληροφορίες ότι αν διαγνωστεί με ανίατη ασθένεια, θα πρέπει να αμέσως να απομακρύνει και να επιλέξει διάδοχο. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ενημερώθηκε από τον Έλληνα πρέσβη Περικλή Σκεφέρη για τις προθέσεις του πατριάρχη και η ελληνική κυβέρνηση συνέστησε αναμονή.

Προκειμένου να ανακτήσει τις δυνάμεις του, αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο πατριάρχης στη θερινή του κατοικία στη Χάλκη και στη συνέχεια, τον Μάιο του 1947, στην Αθήνα. Έτσι, συνοδευόμενος από τρία μέλη της συνοδείας του, έφτασε με τρένο από τον σταθμό Σικερτζή στο Πύθιο του Έβρου, απ' όπου μεταφέρθηκε με μοτοσικλέτα στην Αλεξανδρούπολη, όπου τον υποδέχθηκαν οι μητροπολίτες Φθιώτιδος Αμβρόσιος και Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος, εκπροσωπώντας την Εκκλησία Ελλάδα. Στη συνέχεια επιβιβάστηκε μαζί με τη συνοδεία του στο ελληνικό αντιτορπιλικό "Κρήτη" με προορισμό τον Πειραιά, όπου απέπλευσε στις 13:30 της 21ης Μαΐου 1947, εν μέσω της φρενίτιδας της έπαρσης των σημαιών, του σφυρίγματος των ελλιμενισμένων πλοίων, του χαρμόσυνου χτυπήματος των καμπανών και των επευφημιών των πολιτών του Πειραιά που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το λιμάνι. Εκεί έγινε δεκτός από τον Αλέξανδρο Παπάγο, τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, το υπουργικό συμβούλιο κ.ά. και στη συνέχεια πήγε στην Κηφισιά, όπου εγκαταστάθηκε. Η μεταχείριση που ακολούθησε χαρακτηρίζεται ως πρόχειρη και ανοργάνωτη, και από αυτό συνάγεται ότι η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρθηκε μάλλον περισσότερο να πείσει τον πατριάρχη να παραιτηθεί παρά να αναρρώσει.

Παρά τις έντονες φήμες περί παραίτησής του κατά τη διάρκεια της θεραπείας του στην Αθήνα, ο Πατριάρχης Μάξιμος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του ίδιου έτους χωρίς να αποφασίσει να παραιτηθεί.

Διαδικασίες
Η παρατεταμένη ασθένεια του Πατριάρχη και οι έντονες εικασίες σχετικά με τον διάδοχό του δημιούργησαν ένα κλίμα σύγκρουσης στο Φανάρι. Η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεννόηση με την αμερικανική κυβέρνηση, συνέχισε την αναζήτηση μιας νέας "ισχυρής προσωπικότητας" με σαφή "αντιρωσικό" προσανατολισμό, η οποία θα μπορούσε να μετατρέψει το Πατριαρχείο σε "αντικομμουνιστικό προπύργιο", ιδιότητες σύμφωνες και με την τουρκική πολιτική. Τελικά, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε την υποψηφιότητα του Αθηναγόρα, ο οποίος με τον καιρό κέρδισε την υποστήριξη τόσο των ιεραρχών όσο και των ξένων κυβερνήσεων. Η Άγκυρα και ο τουρκικός Τύπος υποστήριξαν την πρόταση του Αθηναγόρα, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα "πιστό φίλο της Τουρκίας".

Ωστόσο, οι αντιδράσεις των μητροπολιτών του Πατριαρχείου, μόλις έγιναν γνωστές οι κινήσεις των προαναφερθεισών κυβερνήσεων, ήταν έντονες. Στην πρώτη γραμμή των αντιδρώντων ιεραρχών, οι οποίοι αναγνώρισαν την εξωτερική χειραγώγηση του Πατριαρχείου, ήταν οι μητροπολίτες Δέρκης Ιωακείμ, Λαοδικείας Μάξιμος, Νεοκαισαρείας Χρυσόστομος, Περγάμου Αδαμάντιος, Σάρδεων Μάξιμος και Χαλδίας Κύριλλος, οι οποίοι απάντησαν στις παρατηρήσεις των εκπροσώπων της Αθήνας για την ανάγκη αντικατάστασης του Πατριάρχη λόγω ασθένειας, υπερασπιζόμενοι την ανεξαρτησία του Πατριαρχείου, απάντησε τοότι πολλές φορές στη μακρά ιστορία του το Πατριαρχείο έχει βρεθεί αντιμέτωπο με παρόμοιες καταστάσεις, τις οποίες κατάφερε να ξεπεράσει μόνο του, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη να επηρεάσουν εξωτερικοί παράγοντες τις εσωτερικές ρυθμίσεις.

Παράλληλα, οι πιέσεις από την ελληνική κυβέρνηση και κύκλους του Φαναρίου συνεχίζονταν αμείωτες για την παραίτηση του Μαξίμου. Το 1948, προφανώς για να αποτρέψει τις κατηγορίες για ρωσοφιλία, αρνήθηκε να εντάξει την Τσεχοσλοβακική Εκκλησία στο Πατριαρχείο της Μόσχας, όπως ζήτησε ο Αρχιεπίσκοπος της Πράγας Σαβάτιος.

Παραίτηση και θάνατος
Στις 18 Οκτωβρίου 1948 παραιτήθηκε τελικά, και αφού η ελληνική και η τουρκική κυβέρνηση ευνόησαν την εκλογή του Αθηναγόρα στον πατριαρχικό θρόνο. Υποστηρίζεται ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα για να εξαναγκαστεί σε παραίτηση και ότι ο πραγματικός λόγος ήταν οι φήμες για τους δεσμούς του με τη Ρωσική Εκκλησία και συνεπώς με τη Σοβιετική Ένωση.

Διατήρησε τον τίτλο του Προέδρου της Εφέσου, που του είχε δοθεί από την Πατριαρχική Σύνοδο. Το 1971 αρρώστησε από οξεία βρογχίτιδα και πέθανε στην Ελβετία την Πρωτοχρονιά του 1972. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου κηδεύτηκε με τιμές στο προαύλιο της πατριαρχικής μονής Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλή.

Σε επιστολή του με ημερομηνία 25/5/1962 (η οποία δημοσιεύθηκε αργότερα στον Ορθόδοξο Τύπο (τ. 191-192, 1 & 15 Αυγ. 1973)), ο εκθρονισμένος Μάξιμος Ε' κατηγορούσε τον Αθηναγόρα για την απάτη με την οποία τον είχε καθαιρέσει, ιδίως για τα οικουμενιστικά του ανοίγματα.